- ἐφέσσεσθαι
- ἐφέσσαι, ἔφεσσαι, ἐφέσσεσθαι, ἐφεσσάμενος: see ἐφεῖσα.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐφέσσεσθαι — ἐπιέννυμι put on besides fut inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)